- φιλοκαθάριος
- -ον, Α [φιλοκάθαρος]φιλοκάθαρος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκαθαρίους — φιλοκαθάριος loving cleanliness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαθάριοι — φιλοκαθάριος loving cleanliness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκάθαρος — ον, Α αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καθαρός] … Dictionary of Greek